- καθίζημα
- το осадок, отстой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθίζημα — το [καθιζάνω] ό,τι κατακάθεται στον πυθμένα δοχείου που περιέχει διαλυμένα σε νερό ή άλλο υγρό άλατα ή άλλες ουσίες, ίζημα, κατακάθι … Dictionary of Greek
ίλυμα — ἴλυμα, τὸ (Α) καθίζημα, κατακάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. ἰλύς και λύμα] … Dictionary of Greek
αποστάλαγμα — κ. στάλαμα (Α ἀποστάλαγμα) το απόσταγμα νεοελλ. 1. καταστάλαγμα, καθίζημα, κατακάθι 2. μτφ. συμπέρασμα, επακολούθημα … Dictionary of Greek
ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ … Dictionary of Greek
καταστατό — το (Α καταστατόν) το άμυλο νεοελλ. 1. το αλεύρι που προέρχεται από τον καρπό τού ρυζιού και χρησιμοποιείται για κολλάρισμα υφασμάτων 2. το ρευστό καθίζημα που μένει μετά τον βρασμό 3. η πυτιά τού γιαουρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. τού άχρηστου στα άλλα… … Dictionary of Greek
πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… … Dictionary of Greek
σελήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Se ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 34, ατομικό βάρος 78,96, έξι σταθερά ισότοπα, με αριθμούς μάζας74, 77, 82, 76, 78, 80, και οχτώ ραδιενεργά με χρόνους… … Dictionary of Greek
υλίζω — Α 1. στραγγίζω, διυλίζω 2. (σχετικά με τη μύτη) σκουπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη με σημ. «καθίζημα, κατακάθι»] … Dictionary of Greek
υλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα, που θεωρεί την ύλη ως την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων και θέτει σε δεύτερη μοίρα ή και αρνείται το πνεύμα. Παίρνει τη μορφή του μηχανικού υ. εφόσον θεωρεί την ύλη ως ουσία που έχει μηχανικές μόνο ιδιότητες. Στην… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ύλις — ή ὕλις, εως, ἡ, Α η ιλύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς «λάσπη» κατ επίδραση τών ὑλίζω, ὕλη* «καθίζημα, κατακάθι»] … Dictionary of Greek